- αλδεϋδαλκοόλες
- ή οξυαλδεΰδες, οι Χημ.οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδομάδα (-CH = Ο) και υδροξύλιο (-ΟΗ). Οι πιο γνωστές αλδεϋδαλκοόλες είναι η γλυκολαλδεΰδη και η αλδόλη. Αλδεϋδαλκοόλες είναι επίσης και πολλοί υδατάνθρακες (σάκχαρα), όπως η γλυκόζη, η γαλακτόζη κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aldehyde-alcools < aldehyde(s) (πρβλ. αλδεΰδες) + alcool (πρβλ. αλκοόλη)].
Dictionary of Greek. 2013.